- σελίδωμα
- το, -ατος1. σελιδοποίηση.2. αρίθμηση σελίδων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σελίδωμα — a broad plank neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελίδωμα — ώματος, τὸ, Α πλατιά σανίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελίς, ίδος + ωμα (πρβλ. πέπλος: πέπλωμα] … Dictionary of Greek
σελιδώματα — σελίδωμα a broad plank neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελίδωση — η σελίδωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)